- ὁράσει
- ὁρά̱σει , ὅρασιςseeingfem nom/voc/acc dual (attic epic)ὁρά̱σεϊ , ὅρασιςseeingfem dat sg (epic)ὁρά̱σει , ὅρασιςseeingfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SARDA — gemma rubricae concolor, unde etiam nomen, rubrica enim Hebraeis est sered, unde Phoenices sarda fecêre, Graeci σαρδώ et σάρδιον. Certe rubere sardium, in confesso est. Hinc Orpheus in Achate, σάρδια θ᾿ αἱματόεντα, Sardiaque sanguinea, dixit. Et… … Hofmann J. Lexicon universale
όραση — Η αίσθηση της αντίληψης του φωτός. Το σύστημα υποδοχής του ερεθίσματος (φως) εδρεύει στο μάτι, για την ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή. Το μάτι στο σύνολό του συμπεριφέρεται σαν σκοτεινός θάλαμος φωτογραφικής μηχανής, σχηματίζοντας την εικόνα επάνω … Dictionary of Greek